- περίγυρα
- επίρρ. вокруг, кругом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίγυρα — (I) Ν επίρρ. ολόγυρα, τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρω + επιρρμ. κατάλ. α]. (II) τὰ, Μ 1. τα περίχωρα 2. οι άνθρωποι τών περιχώρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρος + κατάλ. α (πρβλ. περίχωρα)] … Dictionary of Greek
περίγυρα — επίρρ. τοπ., τριγύρω, γύρω γύρω, ολόγυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)